οἰκιστήρ

οἰκιστήρ
οἰκιστήρ
1 founder, colonizer τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστήρ Tlepolemos, who settled Rhodes O. 7.30 ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Hieron, founder of Aitna P. 1.31

ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας P. 4.6


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω …   Dictionary of Greek

  • οἰκιστήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρα — οἰκιστήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρας — οἰκιστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρι — οἰκιστήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρος — οἰκιστήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”